Διάταγμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: διάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skipun, úrskurður, tilskipun, úrskurði, úrskurð
Διάταγμα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάταγμα

διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διάταγμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διάστημα στα ισλανδικά - galdur, álög, hrota, rúm, pláss, Bílskúr, rými, ...
  • διάσωση στα ισλανδικά - björgun, bjarga, Rescue, björgunar, björgunar-
  • διάταξη στα ισλανδικά - ákvæði, veita, Ákvæðið, úrræði, veitingu
  • διάφορα στα ισλανδικά - fjölbreyttur, mismunandi, öðruvísi, annað, frábrugðin, ólíkur
Τυχαίες λέξεις
Διάταγμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skipun, úrskurður, tilskipun, úrskurði, úrskurð