Ερειστικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: ερειστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ereistikos
Ερειστικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερειστικός

ερειστικός ιστός, ερειστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ερειστικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ερείπια στα ισλανδικά - rústir, Rústirnar, tóftir, rústum, finna rústir
  • ερεθίζω στα ισλανδικά - espa, bólgna, inflame
  • ερευνητής στα ισλανδικά - fræðimaður, rannsóknir, vísindamaður, rannsóknarmaður, rannsakandinn
  • ερευνώ στα ισλανδικά - rannsaka, kanna, að rannsaka, að kanna, kannað
Τυχαίες λέξεις
Ερειστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ereistikos