Ερειστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: ερειστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ereistikos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερειστικός
ερειστικός ιστός, ερειστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, ερειστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ερείπια στα τούρκικα - ölü, ceset, kalıntılar, kalıntıları, harabeleri, ören, harabeler
- ερεθίζω στα τούρκικα - tutuşmak, alevlendirebilir, inflame, kışkırtmak, iltihaplanmak
- ερευνητής στα τούρκικα - araştırmacı, araştırmacısı, araştırmacının, bir araştırmacı
- ερευνώ στα τούρκικα - soruşturmak, araştırmak, araştırılması, incelemek, araştırmaktır, incelenmesi
Τυχαίες λέξεις
Ερειστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ereistikos
Μεταφράσεις: ereistikos