Ερειστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: ερειστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спірний, логічний, заперечливий, дискусійний, ereistikos
Ερειστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερειστικός

ερειστικός ιστός, ερειστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ερειστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ερείπια στα ουκρανικά - остача, залишок, решта, руїни
  • ερεθίζω στα ουκρανικά - неміч, старезність, слабохарактерність, дряхлість, подразники, запалюватися
  • ερευνητής στα ουκρανικά - науково-дослідний, дослідницький, дослідити, дослідник
  • ερευνώ στα ουκρανικά - сканування, риття, скандувати, сканувати, занепокоєння, вивчати, рийтеся, ...
Τυχαίες λέξεις
Ερειστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спірний, логічний, заперечливий, дискусійний, ereistikos