Ερειστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ερειστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ereistikos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερειστικός
ερειστικός ιστός, ερειστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ερειστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ερείπια στα ολλανδικά - kreng, kadaver, lijk, ruïnes, ruines, ruïne, ruïnes, ...
- ερεθίζω στα ολλανδικά - ontvlammen, wakkeren, inflame, te wakkeren, ontbranden
- ερευνητής στα ολλανδικά - onderzoeker, onderzoekers, onderzoekster
- ερευνώ στα ολλανδικά - scanderen, onderzoeken, te onderzoeken, onderzoek, onderzocht, onderzoekt
Τυχαίες λέξεις
Ερειστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ereistikos
Μεταφράσεις: ereistikos