Ερειστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ερειστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ereistikos
Ερειστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερειστικός

ερειστικός ιστός, ερειστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ερειστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ερείπια στα πορτογαλικά - morto, cadáver, defunto, ruínas, ruínas de, as ruínas, ruinas, ...
  • ερεθίζω στα πορτογαλικά - irrigar, zangar, fraco, inflamar, abrasar, inflame, inflamam, ...
  • ερευνητής στα πορτογαλικά - investigador, pesquisador, pesquisadora, pesquisa, pesquisador de
  • ερευνώ στα πορτογαλικά - averiguar, inquirir, entrada, indagar, escalas, varredura, olhar, ...
Τυχαίες λέξεις
Ερειστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ereistikos