Δικαιοδοσία στα ιταλικά

Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giurisdizione, competenza, competente, competenza giurisdizionale, competenze
Δικαιοδοσία στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία

δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας ιταλικά, δικαιοδοσία στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δικάζω στα ιταλικά - stimare, giudice, ritenere, decidere, giudicare, arbitro, giudice di, ...
  • δικαίωμα στα ιταλικά - destra, esatto, diritto, giusto, doveroso, retto, esattamente, ...
  • δικαιολογία στα ιταλικά - scusare, scusa, discolpa, giustificazione, perdonare, condonare, pretesto, ...
  • δικαιολογώ στα ιταλικά - perdonare, spiegare, giustificare, scusa, pretesto, scuse, giustificazione, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: giurisdizione, competenza, competente, competenza giurisdizionale, competenze