Δικαιοδοσία στα λιθουανικά
Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jurisdikcija, jurisdikciją, jurisdikcijos, kompetencija, jurisdikcijai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δικαιοδοσία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δικάζω στα λιθουανικά - teisėjas, teisėjo, teisėjui, teisėja
- δικαίωμα στα λιθουανικά - teisė, teisingas, tikslus, tinkamas, dešiniuoju, tiesiai, į dešinę, ...
- δικαιολογία στα λιθουανικά - atsiprašymas, pasiteisinimas, pretekstas, dingstis, pateisinimu, pateisinti
- δικαιολογώ στα λιθουανικά - pasiteisinimas, pretekstas, dingstis, pateisinimu, pateisinti
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: jurisdikcija, jurisdikciją, jurisdikcijos, kompetencija, jurisdikcijai
Μεταφράσεις: jurisdikcija, jurisdikciją, jurisdikcijos, kompetencija, jurisdikcijai