Δικαιοδοσία στα λετονικά
Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jurisdikcija, jurisdikciju, kompetence, jurisdikcijā, piekritība
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας λετονικά, δικαιοδοσία στα λετονικά
Μεταφράσεις
- δικάζω στα λετονικά - tiesnesis, novērtēt, tiesnesim, tiesnesi, tiesneša
- δικαίωμα στα λετονικά - labot, tiesības, tieši, pareizs, korekts, labais, taisnība, ...
- δικαιολογία στα λετονικά - attaisnojums, atvainošanās, attaisnojumu, attaisnojuma, iegansts
- δικαιολογώ στα λετονικά - attaisnojums, attaisnojumu, attaisnojuma, iegansts
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: jurisdikcija, jurisdikciju, kompetence, jurisdikcijā, piekritība
Μεταφράσεις: jurisdikcija, jurisdikciju, kompetence, jurisdikcijā, piekritība