Δικαιοδοσία στα τσεχικά

Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kompetence, soudnictví, jurisdikce, příslušnost, pravomoc, příslušnosti, jurisdikci
Δικαιοδοσία στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία

δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας τσεχικά, δικαιοδοσία στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δικάζω στα τσεχικά - odsoudit, rozhodovat, posoudit, soudce, odhadnout, odhadovat, kritizovat, ...
  • δικαίωμα στα τσεχικά - přímý, přímo, spravedlivě, přesný, právě, pravice, dobře, ...
  • δικαιολογία στα τσεχικά - omlouvat, omluvit, zprostit, oprávnění, výmluva, ospravedlnit, záminka, ...
  • δικαιολογώ στα τσεχικά - zarovnat, omluvit, zarovnávat, ospravedlňovat, obhajovat, opravňovat, ospravedlnit, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kompetence, soudnictví, jurisdikce, příslušnost, pravomoc, příslušnosti, jurisdikci