Δικαιοδοσία στα τούρκικα
Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yargı, yetki, yargı yetkisi, yetkisi, yetki alanı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας τούρκικα, δικαιοδοσία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δικάζω στα τούρκικα - yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı
- δικαίωμα στα τούρκικα - hukuk, hak, uygun, tam, pek, doğru, sağ, ...
- δικαιολογία στα τούρκικα - özür, bahana, bahane, mazeret, bir bahane, mazereti
- δικαιολογώ στα τούρκικα - bahane, mazeret, bir bahane, özür, mazereti
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yargı, yetki, yargı yetkisi, yetkisi, yetki alanı
Μεταφράσεις: yargı, yetki, yargı yetkisi, yetkisi, yetki alanı