Περιουσία στα ιταλικά
Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fattoria, fondo, podere, proprietà, bene, caratteristica, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιουσία
περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας ιταλικά, περιουσία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- περιορισμένος στα ιταλικά - limitato, limitata, ristretta, ristretto, restrizioni
- περιορισμός στα ιταλικά - limitazione, restrizione, restrizioni, di restrizione, limitazioni
- περιοχή στα ιταλικά - mandamento, zona, area, regione, superficie, territorio, dominio, ...
- περιπέτεια στα ιταλικά - avventura, un'avventura, di avventura, avventure, l'avventura
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fattoria, fondo, podere, proprietà, bene, caratteristica, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà
Μεταφράσεις: fattoria, fondo, podere, proprietà, bene, caratteristica, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà