Περιουσία στα σουηδικά
Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
egendom, gods, egenskap, egenskapen, fastighet, fastigheten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιουσία
περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας σουηδικά, περιουσία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- περιορισμένος στα σουηδικά - begränsad, begränsat, begränsas, begränsade, restriktioner
- περιορισμός στα σουηδικά - inskränkning, förbehåll, begränsning, restriktion, restriktions, begränsningen
- περιοχή στα σουηδικά - område, trakt, area, yta, region, regionen, området
- περιπέτεια στα σουηδικά - äventyr, Adventure, äventyret, äventyrs
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: egendom, gods, egenskap, egenskapen, fastighet, fastigheten
Μεταφράσεις: egendom, gods, egenskap, egenskapen, fastighet, fastigheten