Ταυτόχρονος στα ιταλικά
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
simultaneo, simultanea, contemporanea, simultaneamente, contemporaneamente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ταυτόχρονος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα ιταλικά - identificazione, identità, dell'identità, di identità, l'identità, d'identità
- ταυτόχρονα στα ιταλικά - contemporaneamente, simultaneamente, contemporanea, allo stesso tempo, simultanea
- ταφή στα ιταλικά - sepoltura, seppellimento, di sepoltura, la sepoltura, sotterramento
- ταφόπετρα στα ιταλικά - pietra sepolcrale, lapide, pietra tombale, gravestone, tombale
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: simultaneo, simultanea, contemporanea, simultaneamente, contemporaneamente
Μεταφράσεις: simultaneo, simultanea, contemporanea, simultaneamente, contemporaneamente