Ταυτόχρονος στα ρωσικά

Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
синхронный, одновременный, одновременное, одновременно, одновременного
Ταυτόχρονος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος

ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ταυτόχρονος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ταυτότητα στα ρωσικά - тождественность, личность, выяснение, одинаковость, определение, удостоверение, идентичность, ...
  • ταυτόχρονα στα ρωσικά - враз, дружно, параллельно, одновременно, одновременного, одновременном
  • ταφή στα ρωσικά - погребение, похороны, захоронение, захоронения, погребения
  • ταφόπετρα στα ρωσικά - плита, надгробие, могильная плита, надгробия, надгробный, могильный камень
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: синхронный, одновременный, одновременное, одновременно, одновременного