Ταυτόχρονος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simular, simultâneo, simultânea, simultaneamente, simultâneas, simultâneos
Ταυτόχρονος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος

ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ταυτόχρονος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ταυτότητα στα πορτογαλικά - identidade, identificar, de identidade, a identidade, identidade de, identity
  • ταυτόχρονα στα πορτογαλικά - simultaneamente, simultâneo, em simultâneo, ao mesmo tempo, mesmo tempo
  • ταφή στα πορτογαλικά - enterro, sepultamento, enterramento, sepultura, de enterro
  • ταφόπετρα στα πορτογαλικά - lápide, gravestone, túmulo, túmulo de, a lápide
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: simular, simultâneo, simultânea, simultaneamente, simultâneas, simultâneos