Ταυτόχρονος στα τσεχικά
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
simultánní, současný, současné, současně, souběžné
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ταυτόχρονος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα τσεχικά - shodnost, identifikace, totožnost, identita, identity, totožnosti, identitu
- ταυτόχρονα στα τσεχικά - souběžně, současně, simultánně, zároveň, najednou
- ταφή στα τσεχικά - zakopání, pohřeb, pohřbení, pohřební, pohřebiště, zahrabáním
- ταφόπετρα στα τσεχικά - náhrobek, náhrobní kámen, náhrobní, náhrobní káme, pohřební kámen
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: simultánní, současný, současné, současně, souběžné
Μεταφράσεις: simultánní, současný, současné, současně, souběžné