Ταυτόχρονος στα πολωνικά
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jednoczesny, równoczesny, jednoczesne, równoczesne, jednoczesnego
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ταυτόχρονος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα πολωνικά - identyfikacja, identyczność, tożsamość, utożsamienie, utożsamianie, odrębność, tożsamości, ...
- ταυτόχρονα στα πολωνικά - równocześnie, równolegle, jednocześnie, zbieżnie, jednoczesnego, jednoczesne, jednoczesnym
- ταφή στα πολωνικά - zakopanie, pochowanie, pochówek, pogrzeb, grzebanie, pogrzebanie, pochówku
- ταφόπετρα στα πολωνικά - nagrobek, gravestone, grób, kamień grobowy, nagrobna
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: jednoczesny, równoczesny, jednoczesne, równoczesne, jednoczesnego
Μεταφράσεις: jednoczesny, równoczesny, jednoczesne, równoczesne, jednoczesnego