Ταυτόχρονος στα ουγγρικά
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyidejű, egyidejűleg, szimultán, egyszerre, párhuzamos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ταυτόχρονος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα ουγγρικά - azonosság, azonosítás, személyazonosság, identitás, identity, személyazonosságát, identitását
- ταυτόχρονα στα ουγγρικά - egyidejűleg, egyszerre, egyidejű, párhuzamosan, időben
- ταφή στα ουγγρικά - temetés, temetkezési, elföldeléssel, temetkezés, temetési
- ταφόπετρα στα ουγγρικά - sírkő, sírkövön, síremlék, sírköve, sírkövet
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: egyidejű, egyidejűleg, szimultán, egyszerre, párhuzamos
Μεταφράσεις: egyidejű, egyidejűleg, szimultán, egyszerre, párhuzamos