Ταυτόχρονος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigentijds, simultaan, gelijktijdig, gelijktijdige, simultane, tegelijkertijd
Ταυτόχρονος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος

ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταυτόχρονος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταυτότητα στα ολλανδικά - identiteit, erkenning, herkenning, de identiteit, identiteit van, identity, identiteitskaart
  • ταυτόχρονα στα ολλανδικά - tegelijkertijd, simultaan, gelijktijdig, tegelijk
  • ταφή στα ολλανδικά - graflegging, teraardebestelling, begrafenis, begraven, begraafplaats, begraving, de begrafenis
  • ταφόπετρα στα ολλανδικά - grafsteen, gravestone, grafzerk, graf steen, graf
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eigentijds, simultaan, gelijktijdig, gelijktijdige, simultane, tegelijkertijd