Ταυτόχρονος στα ουκρανικά
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одночасний, синхронний, синхронне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ταυτόχρονος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα ουκρανικά - особистий, особовий, ототожнення, тотожність, підтримка, дійсність, ототожнювання, ...
- ταυτόχρονα στα ουκρανικά - паралельно, одночасно, водночас
- ταφή στα ουκρανικά - похорон, похоронний, поховання, захоронення
- ταφόπετρα στα ουκρανικά - надгробок, могильна, могильний
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: одночасний, синхронний, синхронне
Μεταφράσεις: одночасний, синхронний, синхронне