Ταυτόχρονος στα λιθουανικά

Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienalaikis, vienu metu, tuo pačiu metu, tuo pat metu, sinchroninio
Ταυτόχρονος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος

ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ταυτόχρονος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ταυτότητα στα λιθουανικά - tapatybė, tapatybės, tapatybę, tapatumas, asmens tapatybės
  • ταυτόχρονα στα λιθουανικά - tuo pat metu, vienu metu, tuo pačiu metu, kartu, vienu
  • ταφή στα λιθουανικά - laidotuvės, palaidojimas, laidojimo, užkasant, laidojimas
  • ταφόπετρα στα λιθουανικά - antkapis, antkapio, Nagrobek, Antkapinis paminklas, Antkapinis
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vienalaikis, vienu metu, tuo pačiu metu, tuo pat metu, sinchroninio