Ταυτόχρονος στα τούρκικα
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşzamanlı, aynı anda, eş zamanlı, simultane, simültane
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ταυτόχρονος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα τούρκικα - özdeşlik, kimlik, kimliği, kimliğini, kimliğinin, kimliğin
- ταυτόχρονα στα τούρκικα - aynı anda, eş zamanlı, eşzamanlı, eş zamanlı olarak, aynı zamanda
- ταφή στα τούρκικα - gömme, defin, mezar, gömü, ölü gömme
- ταφόπετρα στα τούρκικα - mezar taşı, mezar, gravestone, taşı, bir mezar taşı
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: eşzamanlı, aynı anda, eş zamanlı, simultane, simültane
Μεταφράσεις: eşzamanlı, aynı anda, eş zamanlı, simultane, simültane