Ηλεκτροδοτώ στα γαλλικά

Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
électrisons, électrisent, électrisez, électrifier, électriser, électrise
Ηλεκτροδοτώ στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ

ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας γαλλικά, ηλεκτροδοτώ στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ηλίθιος στα γαλλικά - niais, balourd, nigaud, sot, idiot, stupide, bête, ...
  • ηλεκτρίζω στα γαλλικά - électrisent, électrisons, électrisez, électriser, électrifier, électrification, électrification de, ...
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα γαλλικά - électrocardiogramme, l'électrocardiogramme, un électrocardiogramme, électrocardiogrammes
  • ηλεκτρολόγος στα γαλλικά - électricien, electricien, un électricien, électriciens
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: électrisons, électrisent, électrisez, électrifier, électriser, électrise