Ηλεκτροδοτώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наелектризира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ
ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ηλεκτροδοτώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ηλίθιος στα βουλγαρικά - идиот, глупак, пълен идиот, идиот такъв
- ηλεκτρίζω στα βουλγαρικά - електрифицирам, наелектризирам, наелектризира, електрифицира, електрифициране
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα βουλγαρικά - електрокардиограма, електрокардиограмата, ЕКГ, в електрокардиограмата, на ЕКГ
- ηλεκτρολόγος στα βουλγαρικά - електротехник, с електротехник, техник, електротехника
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наелектризира
Μεταφράσεις: наелектризира