Ηλεκτροδοτώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elektriseert, elektrificeert, spanning in, brengt spanning, brengt spanning in
Ηλεκτροδοτώ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ

ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηλεκτροδοτώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ηλίθιος στα ολλανδικά - idioot, idiot, gek, idiote
  • ηλεκτρίζω στα ολλανδικά - elektrificeren, elektriseren, elektriseer, te elektrificeren, elektrificatie van
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα ολλανδικά - elektrocardiogram, electrocardiogram, het elektrocardiogram, electrocardiograma, ECG
  • ηλεκτρολόγος στα ολλανδικά - elektricien, elektromonteur, installateur, elektrisch, elektro
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: elektriseert, elektrificeert, spanning in, brengt spanning, brengt spanning in