Ηλεκτροδοτώ στα ιταλικά

Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettrizza
Ηλεκτροδοτώ στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ

ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, ηλεκτροδοτώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ηλίθιος στα ιταλικά - stupido, idiota, idiot, cretino, scemo, imbecille
  • ηλεκτρίζω στα ιταλικά - elettrificare, elettrizzare, electrify, elettrificazione, elettrizzato
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα ιταλικά - elettrocardiogramma, dell'elettrocardiogramma, l'elettrocardiogramma, electrocardiogram, elettrocardiografico
  • ηλεκτρολόγος στα ιταλικά - elettricista, elettricisti, electrician, un elettricista
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: elettrizza