Ηλεκτροδοτώ στα πολωνικά
Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naelektryzować, elektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, zelektryzować, elektryzuje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ
ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, ηλεκτροδοτώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ηλίθιος στα πολωνικά - ośli, głupi, idiotyczny, idiota, kretyn, idiotą, idioto
- ηλεκτρίζω στα πολωνικά - elektryzować, naelektryzować, zelektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, elektryzuje, elektryzują
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα πολωνικά - elektrokardiogram, EKG, Elektrokardiografia, elektrokardiogramu, electrocardiogram
- ηλεκτρολόγος στα πολωνικά - elektrotechnik, elektryk, elektromonter, elektryka, elektrykiem, electrician
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: naelektryzować, elektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, zelektryzować, elektryzuje
Μεταφράσεις: naelektryzować, elektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, zelektryzować, elektryzuje