Ηλεκτροδοτώ στα ρουμανικά

Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
electrificate
Ηλεκτροδοτώ στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ

ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ηλεκτροδοτώ στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ηλίθιος στα ρουμανικά - idiot, idioată, idiotule, idiotul, prost
  • ηλεκτρίζω στα ρουμανικά - electrifica, electrificarea, electriza, electrizeze, electrify
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα ρουμανικά - electrocardiogramă, electrocardiograma, electrocardiogramei, electrocardiograme, pe electrocardiogramă
  • ηλεκτρολόγος στα ρουμανικά - electrician, un electrician, electricianul, electricieni, electrician de
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: electrificate