Ηλεκτροδοτώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
электрызуе
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ
ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ηλεκτροδοτώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ηλίθιος στα λευκορωσικά - ідыёт
- ηλεκτρίζω στα λευκορωσικά - электрыфікаваныя
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα λευκορωσικά - ЭКГ
- ηλεκτρολόγος στα λευκορωσικά - электрык
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: электрызуе
Μεταφράσεις: электрызуе