Ηλεκτροδοτώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
електрифікуйте, збуджувати, електризує
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ
ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ηλεκτροδοτώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ηλίθιος στα ουκρανικά - ослиний, упертий, глупий, ослячий, впертий, ідіот, идиот, ...
- ηλεκτρίζω στα ουκρανικά - електрифікуйте, збуджувати, електрифікувати
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα ουκρανικά - електрокардіограма, ЕКГ
- ηλεκτρολόγος στα ουκρανικά - електрик, електромонтер, електротехнік, Електрік
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: електрифікуйте, збуджувати, електризує
Μεταφράσεις: електрифікуйте, збуджувати, електризує