Ηλεκτροδοτώ στα τσεχικά
Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uchvátit, elektrizovat, zelektrizovat, nabíjí, elektrizuje
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ
ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, ηλεκτροδοτώ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ηλίθιος στα τσεχικά - hloupý, idiot, blbec, pitomec, idiote
- ηλεκτρίζω στα τσεχικά - zelektrizovat, uchvátit, elektrizovat, elektrifikovat, elektrifikaci, nadchnout, elektrizaci
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα τσεχικά - elektrokardiogram, elektrokardiogramu, EKG, electrocardiogram, na elektrokardiogramu
- ηλεκτρολόγος στα τσεχικά - elektrikář, elektrikáře, elektrotechnik, elektrikářem
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: uchvátit, elektrizovat, zelektrizovat, nabíjí, elektrizuje
Μεταφράσεις: uchvátit, elektrizovat, zelektrizovat, nabíjí, elektrizuje