Ηλεκτροδοτώ στα τούρκικα
Μετάφραση: ηλεκτροδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elektriklendiriyor, elektriklendiriyor İçin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτροδοτώ
ηλεκτροδοτώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, ηλεκτροδοτώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ηλίθιος στα τούρκικα - salak, aptal, idiot, geri zekalı, ahmak
- ηλεκτρίζω στα τούρκικα - heyecanlandırmak, heyecanlandırıyorsun, electrify, elektriklendirmek
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα τούρκικα - elektrokardiyogram, elektrokardiyografi, Elektrokardiyografide, elektrokardiyogramı, elektrokardiyogramında
- ηλεκτρολόγος στα τούρκικα - elektrikçi, bir elektrikçi, elektrikçiye, electrician, elektrikçi tarafından
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτροδοτώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: elektriklendiriyor, elektriklendiriyor İçin
Μεταφράσεις: elektriklendiriyor, elektriklendiriyor İçin