Κατανάλωση στα ιταλικά
Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consumo, consumi, consumo di, il consumo, il consumo di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατανάλωση
κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, κατανάλωση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- καταμερισμός στα ιταλικά - assegnazione, ripartizione, riparto, di ripartizione, la ripartizione, suddivisione
- καταμετρώ στα ιταλικά - admeasure
- κατανέμω στα ιταλικά - distribuire, razione, stanziare, razionare, assegnare, rapporto, razione di, ...
- καταναλωτής στα ιταλικά - consumatore, consumatori, dei consumatori, consumo, del consumatore
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: consumo, consumi, consumo di, il consumo, il consumo di
Μεταφράσεις: consumo, consumi, consumo di, il consumo, il consumo di