Κατανάλωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartojimas, suvartojimas, vartojimo, sąnaudos, sunaudojimas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατανάλωση
κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατανάλωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καταμερισμός στα λιθουανικά - paskirstymas, proporcingas paskirstymas, padalijimas, proporcingas paskirstymas s, proporcingai paskirstyti
- καταμετρώ στα λιθουανικά - tikti, derėti, Dozuoti, Esamus, Išskirti, Paskirti dalį, Paskirti
- κατανέμω στα λιθουανικά - skirstyti, racionas, raciono, racione, racioną, davinys
- καταναλωτής στα λιθουανικά - vartotojas, vartotojų, vartotojui, vartojimo, vartotojo
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vartojimas, suvartojimas, vartojimo, sąnaudos, sunaudojimas
Μεταφράσεις: vartojimas, suvartojimas, vartojimo, sąnaudos, sunaudojimas