Κατανάλωση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спажыванне, спажываньне, ўжыванне
Κατανάλωση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανάλωση

κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατανάλωση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καταμερισμός στα λευκορωσικά - размеркаванне, разьмеркаваньне
  • καταμετρώ στα λευκορωσικά - дакладна размеркаваць
  • κατανέμω στα λευκορωσικά - рацыён
  • καταναλωτής στα λευκορωσικά - спажывец, спажывец мае
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: спажыванне, спажываньне, ўжыванне