Κατανάλωση στα τούρκικα

Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüketim, tüketimi, tüketiminin, tüketimini, sarfiyatı
Κατανάλωση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανάλωση

κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατανάλωση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καταμερισμός στα τούρκικα - paylaştırma, paylaştırılması, bölüştürme, bölüştürmenin, tevzii hususunda karar
  • καταμετρώ στα τούρκικα - admeasure
  • κατανέμω στα τούρκικα - pay, paylaştırmak, tayın, rasyon, oranı, ration, katyon
  • καταναλωτής στα τούρκικα - tüketici, tüketim, tüketicinin, müşteri
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tüketim, tüketimi, tüketiminin, tüketimini, sarfiyatı