Κατανάλωση στα ουγγρικά
Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyasztás, fogyasztásra, fogyasztási, fogyasztása, fogyasztást
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατανάλωση
κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, κατανάλωση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καταμερισμός στα ουγγρικά - felosztása, felosztási, felosztást, megosztását, felosztását
- καταμετρώ στα ουγγρικά - címke, pénzdarab, pandant, névcédula, másodpéldány, bankár, megpipázás, ...
- κατανέμω στα ουγγρικά - fejadag, élelmiszeradag, adag, Arány, adagban, adagként, takarmányadag
- καταναλωτής στα ουγγρικά - fogyasztó, fogyasztói, fogyasztók, a fogyasztói, fogyasztási
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fogyasztás, fogyasztásra, fogyasztási, fogyasztása, fogyasztást
Μεταφράσεις: fogyasztás, fogyasztásra, fogyasztási, fogyasztása, fogyasztást