Κατανάλωση στα εσθονικά

Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
allaneelamine, tarbimine, tarbimise, tarbimist, tarbimiseks, tarbimisest
Κατανάλωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατανάλωση

κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, κατανάλωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καταμερισμός στα εσθονικά - eraldus, määramine, jaotamine, jaotamise, jaotamist, jaotades, jaotamisega
  • καταμετρώ στα εσθονικά - pügalpulk, admeasure
  • κατανέμω στα εσθονικά - reserveerima, jaotama, varuma, normima, ratsioon, ratsioonis, toidutarbe rahuldamiseks, ...
  • καταναλωτής στα εσθονικά - tarbija, tarbijate, tarbijale, tarbijakaitse, tarbijat
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: allaneelamine, tarbimine, tarbimise, tarbimist, tarbimiseks, tarbimisest