Προσωπικό στα ιταλικά
Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
personale, staff, il personale, del personale, personale di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας ιταλικά, προσωπικό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- προσωπείο στα ιταλικά - mascherare, maschera, mascherina, nascondere, mask
- προσωπικά στα ιταλικά - personalmente, personali, persona, personale, di persona
- προσωπικός στα ιταλικά - personale, personali, personal, individuale, privato
- προσωπικότητα στα ιταλικά - personalità, di personalità, la personalità, della personalità, personalità di
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: personale, staff, il personale, del personale, personale di
Μεταφράσεις: personale, staff, il personale, del personale, personale di