Προσωπικό στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вработените, персонал, персоналот, вработени, кадар
Προσωπικό στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, προσωπικό στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα σλαβομακεδονικά - маскираат, маска, маскира, ги маскираат, се маскираат
  • προσωπικά στα σλαβομακεδονικά - лично, лично се, лична, лично да
  • προσωπικός στα σλαβομακεδονικά - лични, лична, лично, личен, личните
  • προσωπικότητα στα σλαβομακεδονικά - личност, личноста, на личноста, карактер, лице
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вработените, персонал, персоналот, вработени, кадар