Προσωπικό στα γαλλικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personnelle, canne, faculté, état-major, personnel, bâton, effectifs, service, le personnel, du personnel, personnel de, employés
Προσωπικό στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας γαλλικά, προσωπικό στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα γαλλικά - receler, mascarade, frime, masquer, masque, couvrir, camoufler, ...
  • προσωπικά στα γαλλικά - personnellement, personne, personnel, personnelle
  • προσωπικός στα γαλλικά - subjectif, propre, particulier, personnel, individuel, personnelle, personnels, ...
  • προσωπικότητα στα γαλλικά - caractère, individualité, figure, personnalité, la personnalité, de la personnalité, de personnalité, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: personnelle, canne, faculté, état-major, personnel, bâton, effectifs, service, le personnel, du personnel, personnel de, employés