Προσωπικό στα λευκορωσικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супрацоўнікі
Προσωπικό στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, προσωπικό στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα λευκορωσικά - маска
  • προσωπικά στα λευκορωσικά - асабіста
  • προσωπικός στα λευκορωσικά - чисты, асабісты, асабовы
  • προσωπικότητα στα λευκορωσικά - абавязковасьць, асобу, асоба, асобы
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: супрацоўнікі