Προσωπικό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσωπικό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προσωπείο στα πορτογαλικά - maravilha, máscara, mascarar, mask, mascaram, disfarçar
- προσωπικά στα πορτογαλικά - pessoalmente, pessoal
- προσωπικός στα πορτογαλικά - peculiar, pessoa, pessoal, próprio, pessoais, individual, particular
- προσωπικότητα στα πορτογαλικά - temperamento, carácter, personalidade, pessoal, índole, próprio, de personalidade, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
Μεταφράσεις: faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de