Προσωπικό στα τούρκικα
Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσωπικό στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- προσωπείο στα τούρκικα - maske, maskesi, maskelemek, maskeleyebilir, mask
- προσωπικά στα τούρκικα - şahsen, kişisel, bizzat, kişisel olarak
- προσωπικός στα τούρκικα - özel, kişisel, kişisel bir, bireysel
- προσωπικότητα στα τούρκικα - kişilik, kişiliği, bir kişilik, personality
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları
Μεταφράσεις: personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları