Προσωπικό στα σουηδικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stab, personal, personalen, anställda, personal som
Προσωπικό στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας σουηδικά, προσωπικό στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα σουηδικά - maskera, mask, dölja, maskerar, döljer
  • προσωπικά στα σουηδικά - personligen, personligt, själv, personlig, personliga
  • προσωπικός στα σουηδικά - enskild, personlig, personliga, person, personligt
  • προσωπικότητα στα σουηδικά - personlighet, person, personligheten, personlighets, personer
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stab, personal, personalen, anställda, personal som