Προσωπικό στα δανικά
Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας δανικά, προσωπικό στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσωπείο στα δανικά - maskere, maske, skjule, mask, afmaske
- προσωπικά στα δανικά - personligt, personlig, personlige, selv
- προσωπικός στα δανικά - egen, personlig, personlige, personligt, personoplysninger
- προσωπικότητα στα δανικά - personlighed, person, personligheden, personer
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
Μεταφράσεις: personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab