Προσωπικό στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staf, faculteit, personeel, medewerkers, het personeel, personeelsleden
Προσωπικό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικό

προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσωπικό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσωπείο στα ολλανδικά - bewimpelen, bemantelen, masker, mombakkes, mom, maskeren, te maskeren, ...
  • προσωπικά στα ολλανδικά - persoonlijk, persoonsgegevens, die persoonlijk, persoonlijke, zien die persoonlijk
  • προσωπικός στα ολλανδικά - persoonlijk, eigen, persoonlijke, persoonsgegevens, de persoonlijke
  • προσωπικότητα στα ολλανδικά - karakter, persoonlijkheid, geaardheid, aard, de persoonlijkheid, persoonlijkheidsstoornis, persoonlijkheid van
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: staf, faculteit, personeel, medewerkers, het personeel, personeelsleden