Προσωπικό στα ισλανδικά
Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
manna, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προσωπικό στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- προσωπείο στα ισλανδικά - gríma, dulið, hylja, falið, mask
- προσωπικά στα ισλανδικά - persónulega, sjálfur, persónulegra, persónulega að
- προσωπικός στα ισλανδικά - persónulega, persónuleg, persónulegar, Personal, persónulegt
- προσωπικότητα στα ισλανδικά - persónuleika, persónuleiki, persónuleikinn, persónuleikaröskun
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: manna, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
Μεταφράσεις: manna, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna