Προσωπικό στα ισπανικά
Μετάφραση: προσωπικό, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
personal, personal de, el personal, del personal, personal del
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό λεξικό γλώσσας ισπανικά, προσωπικό στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- προσωπείο στα ισπανικά - máscara, mascarilla, carátula, enmascarar, careta, ocultar, la máscara, ...
- προσωπικά στα ισπανικά - personalmente, personal, personalmente a, persona
- προσωπικός στα ισπανικά - personal, privado, propio, personales, personal de, individual
- προσωπικότητα στα ισπανικά - personalidad, la personalidad, de personalidad, de la personalidad, personalidad de
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικό στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: personal, personal de, el personal, del personal, personal del
Μεταφράσεις: personal, personal de, el personal, del personal, personal del